Καζάν

Καζάν
το г. Казань

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Καζάν" в других словарях:

  • Καζάν, Ηλίας — (Elia Kazan, Κωνσταντινούπολη 1909 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ελληνικής καταγωγής Αμερικανού σκηνοθέτη και ηθοποιού Ηλία Καζαντζόγλου. Ο Κ. μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1913, όπου σπούδασε δραματική τέχνη και έγινε μέλος του Group Theatre, στο… …   Dictionary of Greek

  • Καζάν — (Kazan).Πόλη (1.101.000 κάτ. το 2000) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της αυτόνομης δημοκρατίας της Ταταρίας. Είναι χτισμένη σε μία από τις δύο κύριες διακλαδώσεις της τεράστιας τεχνητής λίμνης Κουιμπίσεφ, η οποία έχει σχηματιστεί με την κατασκευή… …   Dictionary of Greek

  • Μπούτλεροφ, Αλεξάντρ Μιχαήλοβιτς — (Καζάν 1828 – 1886). Ρώσος χημικός. Διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο Καζάν, από όπου το 1868 μετατέθηκε στην Πετρούπολη, όπου έγινε επίτιμο μέλος της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας. Ο Μ. ανέπτυξε πολύ ενδιαφέρουσες εργασίες επί της οργανικής… …   Dictionary of Greek

  • Βόλγας — (Volga). Ποταμός (3.688 χλμ.) στην ευρωπαϊκή Ρωσία, που εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ευρώπης, τόσο σε μήκος όσο και στην ευρύτητα της λεκάνης απορροής (1.380.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τα υψώματα του Βαλντάι, κοντά …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Αμπντουραχμάν — (19ος αι.).Τάταρος ποιητής από το Καζάν, γνωστός και ως Ιλιάσοφ. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Καζάν και έγραψε διάφορες μελέτες για τις ασιατικές λογοτεχνίες και τη νεότερη ευρωπαϊκή. Ήταν ο πρώτος Τάταρος ποιητής που χρησιμοποίησε την …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Λομπατσέφσκι, Νικολάι Ιβάνοβιτς — (Nikolay Ivanovich Lobachevsky, Νίζνι Νόβγκοροντ 1792 – Καζάν 1856). Ρώσος μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Καζάν. Το πρώτο του έργο αναφέρεται στη μη ευκλείδεια γεωμετρία, της οποίας θεωρείται ο θεμελιωτής. Το έργο… …   Dictionary of Greek

  • Ντιν, Τζέιμς — (James Dean, Φέρμοντ 1931 – Πάσο Ρόμπλες 1955). Αμερικανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπουδαστής του Άκτορς Στούντιο του Ελίας Καζάν και του Λι Στράσμπεργκ, είχε μια εκθαμβωτική σταδιοδρομία τόσο στο θέατρο όσο και στον… …   Dictionary of Greek

  • Σιμόνοφ, Ιβάν Μιχαήλοβιτς — Ρώσος αστρονόμος (1785 1855). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καζάν και αργότερα διορίστηκε καθηγητής της αστρονομίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Το 1819 ταξίδεψε στην Πολυνησία και τον Αρκτικό ωκεανό. Στη συνέχεια επισκέφτηκε τα σπουδαιότερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»